Μολώχ, ο

Μολώχ, ο
Μολώχ, ο και Mολόχ, ο θεός που λατρευόταν από τους Μωαβίτες στον οποίο πρόσφεραν ανθρωποθυσίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… …   Dictionary of Greek

  • μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αγαμίδες — (agamidae). Οικογένεια ερπετών της τάξης των λεπιδωτών (υποτάξη σαυροειδή). Ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα ζώα αυτά είναι τα δόντια τους που είναι τοποθετημένα στην άκρη των σιαγόνων και διακρίνονται σε κυνόδοντες, κοπτήρες και… …   Dictionary of Greek

  • Μολόχ — ο βλ. Μολώχ …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • Άχαζ — (8ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς του νότιου εβραϊκού βασιλείου (741 725 π.Χ.). Για να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα του βασιλιά του Ισραήλ Φακεέ και της Συρίας Ραασών, καθώς επίσης και τις επεκτατικές διαθέσεις των Ιδουμαίων και Φιλισταίων ηγεμόνων,… …   Dictionary of Greek

  • Πρεβό, Μαρσέλ — (Prevost, 1862 – 1941). Γάλλος συγγραφέας. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Παρισιού και μέχρι το 1891 εργάστηκε σε καπνοβιομηχανία της Λιλ. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Σκορπιός, έκανε μεγάλη εντύπωση στους φιλολογικούς κύκλους του Παρισιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”